- κύφωνι
- κύφωνcrooked piece of woodmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… … Hofmann J. Lexicon universale
κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
κύφων' — κύφωνα , κύφων crooked piece of wood masc acc sg κύφωνι , κύφων crooked piece of wood masc dat sg κύφωνε , κύφων crooked piece of wood masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)